- εὐθρύλλητος
- εὐθρύλλητος, ον, = πολυθρυλ (λ) ητος (in bad sense), Vett. Val.187.4, 199.2.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευθρύλλητος — εὐθρύλλητος, ον (Α) (με κακή σημασία) πολυθρύλ(λ)ητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θρυλ(λ)ητος < θρυλ(λ)ώ] … Dictionary of Greek
εὐθρυλλήτους — εὐθρύλλητος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)